εὐόρεκτον

εὐόρεκτον
εὐόρεκτος
appetizing
masc/fem acc sg
εὐόρεκτος
appetizing
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ευόρεκτος — εὐόρεκτος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που έχει όρεξη 2. αυτός που προκαλεί, που δημιουργεί όρεξη, ο ορεκτικός το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐόρεκτον η ορεκτική τροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ορεκτός (< ορέγω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”